
Περικλής Κοροβέσης: Πέθανε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας των «Ανθρωποφυλάκων»
Περικλής Κοροβέσης: Ο άνθρωπος που έγινε παγκοσμίως γνωστός για το «κατηγορώ» του ενάντια στην 7χρονη δικτατορία, πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας, σε ηλικία 79 ετών.
Περικλής Κοροβέσης: Μέσα από το βιβλίο του, «Ανθρωποφύλακες», έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο ότι η χούντα κάνει βασανιστήρια κατά των αντιπάλων της. Με βάση τη μαρτυρία του αυτή η Ελλάδα καταδικάστηκε σε ευρωπαϊκά όργανα, για τις πρακτικές βασανιστηρίων της Χούντας. Ήταν μία ηχηρή καταδίκη του καθεστώτος, σε μία περίοδο που έχαιρε των ευλογιών των ΗΠΑ και της ανοχής της Ευρώπης.

Πολυγραφότατος και πολιτικά δραστήριος μέχρι την τελευταία στιγμή, πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας, όχι όμως από κορονοϊό, όπως διευκρινίζεται και από την “Εφημερίδα των Συντακτών”, συνεργάτης της οποίας υπήρξε από την πρώτη στιγμή έκδοσης της.
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1941 στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας. Σπούδασε Θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Ρολάν Μπαρτ και παρακολούθησε μαθήματα των Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Μαρσέλ Ντετιέν, Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της αριστεράς. Μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την 17 Νοέμβρη το 1989, η εφημερίδα Έθνος δημοσίευσε συκοφαντικό άρθρο με υπογραφή της Αγγελικής Νικολούλη, το οποίο προσπαθούσε να εμπλέξει τον Περικλή Κοροβέση με την ενέργεια της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η κατηγορία αποδείχθηκε ανυπόστατη και η εφημερίδα αναγκάστηκε να απολογηθεί.
Εκτός από τους “Ανθρωποφύλακες” (1969) δημοσίευσε και άλλα βιβλία, όπως “Αριστερή Ανακύκλωση”, “Παράπλευρες καθημερινές απώλειες”, “Γυναίκες ευσεβείς του πάθους”, “Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική”, “Στο κέντρο του περιθωρίου”, κ.ά. Εκτός από πεζά, έχει συγγράψει και θεατρικά (πχ. Tango Bar), αλλά και παιδικά έργα. “Παρών” και στον Τύπο, με τη μαχητική του αρθρογραφία, μέσα από τις στήλες των εφημερίδων, “Ελευθεροτυπία”, “Η Εποχή”, “Εφημερίδα των Συντακτών” και περιοδικών, όπως “Δίφωνο”, “Γαλέρα” κ.ά.
Το 1998 εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, με το συνδυασμό του Λέοντα Αυδή (ΚΚΕ). Υπήρξε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, στο ξεκίνημα του. Συγκεκριμένα το 2007 εκλέχθηκε στην Α΄περιφέρεια Αθηνών. Μετείχε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και ήταν μέλος της Διπλωματικής Αντιπροσωπείας για τη φιλία και συνεργασία με τα κοινοβούλια της Γεωργίας, Νότιας Αφρικής και Σουηδίας. Το 2009 αποχώρησε από το κόμμα.
Το τελευταίο του άρθροΣτο τελευταίο του άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών, αναφερόταν στο Προσφυγικό και την ρατσιστική αντιμετώπιση των προσφύγων από τις ευρωπαϊκές χώρες μεμονωμένα και εν τέλει συνολικά την ΕΕ. Έγραφε σε αυτό:
“Ο κυνηγημένος άνθρωπος, για οποιονδήποτε λόγο, πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό και τελευταία περιβαλλοντικό (λογικά αναμένεται να είναι το μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα του αιώνα και υπολογίζεται σε εκατομμύρια), αν δεν δεχτεί τη δική μας τη συμπαράσταση, αν δεν ανακουφίσουμε έστω και με μια αχτίδα φωτός τον πόνο του και την απομόνωσή του, τότε του αφαιρούμε την ανθρώπινη υπόστασή του και χάνουμε εμείς τη δική μας.
Γινόμαστε συνένοχοι στα πιο ειδεχθή εγκλήματα με την αδιαφορία μας. Και δυστυχώς η κυρίαρχη πολιτική, στην εποχή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενέχει δομικά τον φασισμό, όπως βέβαια και ο κλασικός καπιταλισμός. Ο άνθρωπος στερείται της ανθρώπινης υπόστασής του, χάνει τα δικαιώματά του και χωρίς να έχει διαπράξει κανένα αδίκημα, υπόκειται σε διώξεις. Το βλέπουμε τώρα με τους μετανάστες που έχουν συγκεντρωθεί στα σύνορά μας, σε μια προσπάθειά τους να φτάσουν στην Ευρώπη, όχι να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, που την βλέπουν σαν πέρασμα.
Αντί να δούμε μια σκηνή από το μέλλον με τα μείζονα προβλήματα (το μεταναστευτικό, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τον πόλεμο και τις ανισότητες), να ψάξουμε τις σωστές του διαστάσεις και να χαραχθεί η σωστή πολιτική, το είδαμε από τη φασιστική οπτική γωνία. Κύριος υπόλογος η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που το θεωρεί εισβολή από «εμπροσθοφυλακή ανθρώπων άγνωστης προέλευσης αλλά και αγνώστων σκοπών». Και ο πρωθυπουργός από το σόου του στον Εβρο διακήρυξε ότι θα υπερασπιστεί την περιουσία, την ασφάλεια και την κοινωνική γαλήνη των πολιτών. Διερωτάται κανείς για τη σοβαρότητά του. Αφού οι σκοποί των εισβολέων είναι άγνωστοι, πώς συμπεραίνει ότι απειλούν τη χώρα;
Εδώ δεν χρειάζεται λογική γιατί δεν είναι πολιτική, αλλά αναβίωση και προσαρμογή του αντισημιτισμού, που μπορεί να υποχώρησε σε σχέση με την κλασική του μορφή αλλά δίνει τη θέση του στην ισλαμοφοβία, την ξενοφοβία κ.λπ. Και τα επιχειρήματα σε αυτήν την περίπτωση περιττεύουν.
Ετσι και ενταχθείς στη σφαίρα του απόλυτου κακού, είναι επαρκής λόγος για να έχεις όλες τις δυνατές συνέπειες. Και αυτά στο πλαίσιο κάποιου ρεαλισμού της πολιτικής που διαμορφώνει τον λόγο της σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Τα ψέματα, οι αποσιωπήσεις, οι αποκρύψεις, οι παραποιήσεις κ.λπ., όλα είναι θεμιτά, φτάνει να υπηρετούν τον σκοπό. Οι σύμμαχοι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήξεραν για την ύπαρξη των στρατοπέδων εξόντωσης.
Το Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο ίδιος ο πρόεδρος είχαν ντοκουμέντα. Και δεν έκαναν τίποτα. Ο,τι μάθαμε το μάθαμε μετά τη λήξη του πολέμου. Πλήρης αδιαφορία. Ούτε καν μια ενημέρωση της κοινής γνώμης. Ούτε μια συμβολική πράξη. Π.χ. βομβαρδισμός των σιδηροδρομικών γραμμών που οδηγούσαν στα στρατόπεδα.
Φαίνεται οι κρατούμενοι, Εβραίοι, Σλάβοι, ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, δεν μέτραγαν όπως οι άλλοι. Είναι το μόνο που μπορώ να υποθέσω μια που αυτή η αντίληψη είναι κυρίαρχη ακόμα και διαδίδεται ταχύτατα με την εξάπλωση της Ακρας Δεξιάς. Και που σημαίνει: Εξω οι μετανάστες. Αλλά πού; Στα στρατόπεδα. Και για τα επόμενα βήματα βλέπουμε. Οι ναζί για κάποιους είναι ακόμα αναφορά”.
Ο αποχαιρετισμός από τη Διεθνή Αμνηστία